- παραβλάστη
- παρα-βλάστη, ἡ, Nebensproß, Nebenzweig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παραβλάστη — η, ΝΑ βλαστός που φύτρωσε κοντά στο μητρικό φυτό από τις ρίζες ή από τον υπόγειο κορμό του και μπορεί να μεταφυτευθεί ως ανεξάρτητο φυτό νεοελλ. ο εμβρυϊκός ιστός αμέσως μετά τον πρώτο σχηματισμό τού εμβρύου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βλάστη… … Dictionary of Greek
παραβλάστας — παραβλάστᾱς , παραβλάστη sidegrowth fem acc pl παραβλάστᾱς , παραβλάστη sidegrowth fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράβλαστος — ο παραβλάστη, παραφυάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βλαστός] … Dictionary of Greek
παραβλάστημα — το, ΝΑ [παραβλαστάνω] η παραβλάστη … Dictionary of Greek